αναστατικό

αναστατικό
το [αναστάτης]
ξένο χωράφι που το καλλιεργεί κάποιος με τη συμφωνία να πάρει ένα μέρος από τα προϊόντα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”